ροτενόνη

ροτενόνη
η, Ν
χημ. οργανική τοξική ένωση που βρίσκεται στις ρίζες διαφόρων φυτών και χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rotenone < ιαπ. roten «δέρρις, φυτό τών τροπικών χωρών» + -one].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοξικαρόλη — η, Ν (βιοχ.) ένωση που λαμβάνεται από διάφορα τροπικά λεγκουμινώδη φυτά, έχει συγγένεια με την ροτενόνη και είναι τοξική για τα ψάρια, τα καρκινοειδή και τα έντομα, αλλά όχι για τον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicarol <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”